Σπανέας, Αλέξιος — Γιος του αυτοκράτορα Ιωάννη Κομνηνού, ο οποίος συμβασίλευσε με τον πατέρα του, αλλά πέθανε ξαφνικά σε ηλικία 36 ετών. Σύμφωνα με μαρτυρίες ορισμένων ιστορικών της εποχής του, ήταν ο συγγραφέας του ποιήματος Σπανέας, το οποίο άλλοι υποστηρίζουν… … Dictionary of Greek
Пападимитриу, Синодий Дмитриевич — писатель. Род. в городе Салоники в 1856 г. Окончил курс на историко филологическом факультете афинского унив. Был инспектором греч. 4 классного училища гор. Одессы; теперь состоит профес. новоросс. унив. по кафедре византийской литературы.… … Большая биографическая энциклопедия
Пападимитриу Синодий Дмитриевич — писатель. Род. в гор. Салоники в 1856 г. Окончил курс на историко филологическом факультете афинского унив. Был инспектором греч. 4 классного училища гор. Одессы; теперь состоит профес. новоросс. унив. по кафедре византийской литературы. Главные… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
δύναμη — (Φυσ.). Όρος που χρησιμοποιείται στη φυσική για να χαρακτηρίσει την αιτία κάθε μεταβολής στην κινητική κατάσταση των σωμάτων ή κάθε παραμόρφωσής τους. Έτσι, υπάρχει, για παράδειγμα, η δ. του βάρους, η ελαστική δ. που ασκείται από ένα… … Dictionary of Greek
εκτουπαντός — ἐκτουπαντός (Μ) επίρρ. οπωσδήποτε («ἀλλαχόθεν ἐκτουπαντὸς βλέπε ἐκεῑ μὴ ὑπάγῃς», Σπανέας) … Dictionary of Greek
εντροπή — και ντροπή, η (AM ἐντροπή) 1. η ταπείνωση που προκαλεί η συναίσθηση ενοχής, καταισχύνη, ρεζίλεμα («μισεύγει με την εντροπή και πλιο του δεν εφάνη», Ερωτόκρ.) 2. συστολή από σεβασμό («γεννᾱ γὰρ σέβας ἐντροπή», Σπανέας) νεοελλ. αυτό που προκαλεί… … Dictionary of Greek
επαγρεύω — ἐπαγρεύω (Μ) [επί + αγρεύω < αγριεύω] αγριεύω κάποιον περισσότερο («τὸν θυμούμενον ὁ λόγος ἐπαγρεύει», Σπανέας) … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
Λεγκράν, Εμίλ — (Émile Legrand, Φοντενέ λε Μαρμιόν 1841 – Παρίσι 1903). Γάλλος νεοελληνιστής. Η οικογένειά του τον προόριζε για τον ιερατικό κλάδο, ωστόσο ο ίδιος εγκατέλειψε τον εκκλησιαστικό βίο το 1866. Τα δύο επόμενα χρόνια ολοκλήρωσε τον πρώτο κύκλο σπουδών … Dictionary of Greek